πληθύω

πληθύω
ΜΑ
είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ.
β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ.
γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.)
αρχ.
1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ γένους», Πλάτ.)
2. αφθονώ («ἀκολασίας καὶ νόσων πληθυουσὼν ἐν πόλει», Πλάτ.)
3. (για το σπέρμα) αυξάνομαι ως προς το μέγεθος, μεγαλώνω
4. (για ποτάμι) φουσκώνω, πλημμυρίζω («κατέρχεται μὲν ὁ Νεῑλος πληθύων ἀπὸ τροπέων τῶν θερινέων ἀρξάμενος», Ηρόδ.)
5. μτφ. (για τη φήμη και τις διαδόσεις) επεκτείνομαι, επικρατώ («εἰ δ' ἦν τεθνηκώς, ὡς ἐπλήθυον λόγοι», Αισχύλ)
6. μέσ. πληθύομαι
έχω πολλαπλότητα μέσα στην ενότητα («φῡλον ἐν τῷ ἑνὶ πληθυόμενον», Ιάμβλ.)
7. φρ. «ὁ πληθύων χρόνος» — τα πολλά χρόνια, τα γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πληθύνομαι / πληθύνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πληθύω — to be pres subj act 1st sg πληθύω to be pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθύῃ — πληθύω to be pres subj mp 2nd sg πληθύω to be pres ind mp 2nd sg πληθύω to be pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυομένων — πληθύω to be pres part mp fem gen pl πληθύω to be pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυόμενον — πληθύω to be pres part mp masc acc sg πληθύω to be pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυόντων — πληθύω to be pres part act masc/neut gen pl πληθύω to be pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθύει — πληθύω to be pres ind mp 2nd sg πληθύω to be pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθύον — πληθύω to be pres part act masc voc sg πληθύω to be pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθύοντα — πληθύω to be pres part act neut nom/voc/acc pl πληθύω to be pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθύουσι — πληθύω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πληθύω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθύουσιν — πληθύω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πληθύω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”